- ἕψα
- ἕψᾱ , ἑψάωpres imperat act 2nd sgἕψᾱ , ἑψάωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακριβαναθρέφω — εψα, εμμένος, ανατρέφω κάποιον με μεγάλη φροντίδα και στοργή: Οπού ναι νια και δροσερή κι ακριβαναθρεμμένη ( Ερωτόκριτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαργεύω — εψα 1. μτβ., απομακρύνω κάτι: Αλάργεψε τα σκυλιά, γιατί μας ζάλισαν. 2. αμτβ., απομακρύνομαι: Είχαν αρκετά αλαργέψει από το χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλητεύω — εψα, ζω ως αλήτης: Αλήτευε και δεν ήθελε να δουλέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγυρεύω — εψα, αναζητώ, αποζητώ με πόθο κάτι που είχα: Αναγύρεψε τους συνομήλικους συχωριανούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακατεύω — εψα, εύτηκα, εμένος 1. αναμειγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα: Ανακάτεψε φρέσκα και μπαγιάτικα ψάρια. 2. αναταράζω, φέρνω το πάνω κάτω: Ανακάτεψε το τσάι σου για να λιώσει η ζάχαρη. 3. διαταράζω την τάξη, τη σειρά: Άλλη φορά να μη μου ανακατέψεις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατρέπω — εψα, άπηκα, αμμένος 1. αναποδογυρίζω: Το κύμα ανάτρεψε τη βάρκα. 2. γκρεμίζω, καταστρέφω: Ανατράπηκαν τα πάντα από το σεισμό. 3. ανασκευάζω, αποδείχνω αβάσιμο: Ανάτρεψε όλα τα επιχειρήματα του αντιδίκου του. 4. ματαιώνω, ακυρώνω, καταργώ: Η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναφυτεύω — εψα, εύτηκα, εμένος, ξαναφυτεύω: Πολλές περιοχές αναφυτεύτηκαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθρωπεύω — εψα, εύτηκα, εμένος 1. αμτβ., γίνομαι άνθρωπος, φέρνομαι πολιτισμένα: Με το λέγε λέγε επιτέλους ανθρώπεψε. 2. (για πράγματα), βελτιώνομαι: Ανθρώπεψε με το συγύρισμα το σπιτικό μας. 3. μτβ., εκπολιτίζω: Είδε κι έπαθε να τον ανθρωπέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαγορεύω — εψα, εύτηκα, ευμένος, δεν επιτρέπω, εμποδίζω: Η αστυνομία απαγόρεψε τη συγκέντρωση των φοιτητών στην πλατεία Συντάγματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απλουστεύω — εψα, εύτηκα, εμένος, κάνω κάτι απλό, απλοποιώ: Καλό είναι να απλουστεύει κανείς τα πράγματα αντί να τα μπερδεύει. Ουσ. απλούστευση, η η απλοποίηση: Ευκόλυνε πολύ τον κόσμο η απλούστευση της διαδικασίας στην έκδοση διαβατηρίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)